-
1 связка
связка ж 1) η δέσμη, το δέμα, το δεμάτι 2) анат. η χορδή; голосовые \связкаи οι φωνητικές χορδές* * *ж1) η δέσμη, το δέμα, το δεμάτι2) анат. η χορδήголосовы́е свя́зки — οι φωνητικές
-
2 связка
1. (действие) το δέσιμο 2. (несколько однородных предметов, связанных вместе) το δέμαη δέσμη3. (анат) о σύνδεσμος 4. грам. (вспомогательный глагол) το συνδετικό (ρήμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связка
-
3 щель
η χαραμάδα, η σχισμή, το άνοιγμαголосовая - анат. η γλωττίδα (το άνοιγμα στο άνω τμήμα του λάρυγγα ανάμεσα στις φωνητικές χορδές)кольцевая - рад. το κυκλικό άνοιγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > щель
-
4 голосовой
голосов||о́йприл φωνητικός:\голосовойые связки анат. οἱ φωνητικές χορδές. -
5 χόρδα
χόρδή η1) струна;φωνητικές χόρδές — голосовые связки;
νωτιαία χόρδή — спинной мозг;
2) тетива;§ ευαίσθητη χόρδή — слабая струнка;
θίγω την ευαίσθητη χόρδη κάποιου — задевать чьё-л. самолюбие
-
6 голосовой
επ.φωνητικός•-ые связки φωνητικές χορδές.
См. также в других словарях:
λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek
φωνητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στη φωνή, είναι της φωνής, που προορίζεται για τη φωνή: Φωνητικές χορδές. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθόγγο: Φωνητικές μεταβολές (οι μεταβολές των φθόγγων μιας γλώσσας εξαιτίας της προφοράς). 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του … Dictionary of Greek
εκχορδώ — ἐκχορδῶ ( όω) (Α) (στην παθ.) ἐκχορδοῡμαι βγαίνω, εκπέμπομαι από τις φωνητικές χορδές … Dictionary of Greek
επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… … Dictionary of Greek
ηχηρός — και ηχερός, ή, ό 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή») 2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός 3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές… … Dictionary of Greek
κρικοθυρεοειδής — ές φρ. ανατ. «κρικοθυρεοειδής μυς» καθένας από τους δύο μυς τού λάρυγγα που εκτείνονται μεταξύ τού κρικοειδούς και τού θυρεοειδούς χόνδρου και που όταν συστέλλονται τεντώνουν τις φωνητικές χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. crico… … Dictionary of Greek
λαρυγγοσκόπηση — Μέθοδος εξέτασης του λάρυγγα. Χρησιμοποιείται είτε καθρέφτης, που δίνει μέσω ανάκλασης την εικόνα του εσωτερικού του λάρυγγα (έμμεση λ.) είτε ένας άκαμπτος σωλήνας ενδοσκόπησης, που ονομάζεται λαρυγγοσκόπιο (άμεση λ.) και χρησιμοποιείται όταν η… … Dictionary of Greek
λαρυγγόφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή, η οποία εφάπτεται στον λαιμό του ανθρώπου. Κατ’ αντιστοιχία με τον λάρυγγα μετατρέπει τους παλμούς που παράγονται από τις φωνητικές χορδές σε ανάλογα διαμορφωμένο ηλεκτρικό ρεύμα. Κατόπιν η ανθρώπινη φωνή αναπαράγεται… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek